φαινοκριτικός

φαινοκριτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «φαινοκριτική περίοδος»
βιολ. φάση τής ανάπτυξης κατά την οποία η έκφραση ενός γονιδίου επηρεάζεται πιο εύκολα από εξωτερικά εφαρμοζόμενους παράγοντες
β) «φαινοκριτική φάση»
βιολ. φάση τής ανάπτυξης κατά την οποία δύο διαφορετικοί γονότυποι αρχίζουν να διαφοροποιούνται από μορφολογική και φυσιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenocritic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”